Δωρικά

Δωρικά
Δωρικός
neut nom/voc/acc pl
Δωρικά̱ , Δωρικός
fem nom/voc/acc dual
Δωρικά̱ , Δωρικός
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Δωρικάς — Δωρικά̱ς , Δωρικός fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Σπάρτης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο που βρίσκεται στο κέντρο της σύγχρονης πόλης. Ο αρχικός πυρήνας του κτιρίου χτίστηκε το 1874, σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν, και ήταν το πρώτο μουσείο που… …   Dictionary of Greek

  • Cornice — Not to be confused with Corniche. This article is about the architectural feature. For the overhanging snow form, see Snow cornice. Cornice molding is generally any horizontal decorative molding that crowns any building or furniture element: the… …   Wikipedia

  • Geison — (Greek: γεῖσον often interchangeable with somewhat broader term Cornice) is an architectural term of relevance particularly to ancient Greek and Roman buildings, as well as archaeological publications of the same. The geison is the part of the… …   Wikipedia

  • άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… …   Dictionary of Greek

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

  • ακάκης — ἀκάκης και Δωρικά ἀκάκας, ο (Α) άκακος, αθώος, πράος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαιότερο τού ἄκακος τύπο επιθέτου σε ᾱ / η (ἀκάκᾱς / ἀκάκης), που δεν προήλθε από μεταπλασμό τού ἄκακος για μετρικούς λόγους, αλλά αποτελούσε μάλλον όρο της… …   Dictionary of Greek

  • αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της …   Dictionary of Greek

  • Αλθαιμένης ή Αλθημένης — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του βασιλιά της Κρήτης Κατρέα, εγγονός του Μίνωα και αδελφός της Απημοσύνης, της Αερόπης και της Κλυμένης. Επειδή ένας χρησμός είχε αναφέρει ότι θα γινόταν πατροκτόνος, πήγε στον βασιλιά της Ρόδου …   Dictionary of Greek

  • Βλάχου, Ελένη — (Αθήνα 1911 – 1995).Εκδότρια και δημοσιογράφος. Υπήρξε πρωτοπόρος της ελληνικής δημοσιογραφίας καθώς και εκδότρια της εφημερίδας Καθημερινή, από το 1951 που πέθανε ο πατέρας της Γεώργιος Βλάχος (βλ. λ.) και μέχρι τον θάνατό της. Στη διάρκεια της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”